εγκάρσιος

εγκάρσιος
-α, -ο (AM ἐγκάρσιος, -α, -ον
Α και ἐγκάρσιος, -ον)
πλάγιος, λοξός
νεοελλ.
αυτός που κόβει σε μήκος ή πλάτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. επικάρσιος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἐγκάρσιος — athwart masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εγκάρσιος — α, ο επίρρ. α 1. που σχηματίζει με κάτι άλλο ορθή γωνία: Εγκάρσιο δοκάρι. 2. που κόβει ένα σώμα κάθετα προς τον άξονα του μήκους του: Εγκάρσια τομή δέντρου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐγκαρσίων — ἐγκάρσιος athwart fem gen pl ἐγκάρσιος athwart masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκαρσίως — ἐγκάρσιος athwart adverbial ἐγκάρσιος athwart masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκάρσιον — ἐγκάρσιος athwart masc acc sg ἐγκάρσιος athwart neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκαρσίαις — ἐγκάρσιος athwart fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκαρσίοις — ἐγκάρσιος athwart masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκαρσίου — ἐγκάρσιος athwart masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκαρσίους — ἐγκάρσιος athwart masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκαρσίῳ — ἐγκάρσιος athwart masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”